πεντάστοιχος

πεντάστοιχος
-η, -ο / πεντάστοιχος, -ον, ΝΑ
αυτός που αποτελείται από πέντε στοίχους, από πέντε σειρές
αρχ.
αυτός που το στάχυ του έχει πέντε σειρές κόκκων («κριθαὶ πεντάστοιχοι», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα-* + στοῖχος «σειρά, γραμμή» (πρβλ. τρί-στοιχος)).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πεντάστοιχοι — πεντάστοιχος five rowed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”